- κοινοπολιτεία
- (Commonwealth). Αγγλικός όρος με σημασία ανάλογη προς το λατινικό respublica (δημοκρατία). Χρησιμοποιήθηκε από τις αρχές του 16ου αι., αλλά διαδόθηκε περισσότερο τον 17o αι., κατά τη διάρκεια της πάλης μεταξύ του αγγλικού κοινοβουλίου και της μοναρχίας των Στιούαρτ, για να προσδιορίσει το σύνολο των πολιτών σε αντίθεση με το κράτος, υπό την απολυταρχική του έννοια. Το 1649 η δημοκρατία του Κρόμγουελ ονομάστηκε κυβέρνηση της Βρετανικής Κ.
Στην ελληνική γλώσσα και ιστορία η λέξη κ. είχε παλαιότερα την έννοια της ισότιμης συμμετοχής στα πολιτειακά πράγματα και ταυτιζόταν με τη δυνατότητα του να έχει κανείς ίσα πολιτικά δικαιώματα. Αυτό εφαρμοζόταν κυρίως στις ομοσπονδιακές οργανώσεις πολιτειών της αρχαίας Ελλάδας. Γενικά, η έννοια του κοινού εντοπιζόταν στη διατήρηση του τοπικού δικαίου μιας πολιτείας (αυτοπολιτεία), στα πλαίσια του κοινού δικαίου της ομοσπονδίας των πολιτειών, δηλαδή της κ. (βλ. λ. Κοινόν). Αργότερα, και περίπου τον 16o αι., άρχισε να διαμορφώνει, στα πλαίσια της καθημερινής χρήσης, διάφορες έννοιες, με βάση την αρχή του κοινού αγαθού ή μια ελεύθερη κοινότητα οργανωμένη στη βάση του κοινού αγαθού. Τελικά, η έννοια καθορίστηκε από τη βρετανική πολιτική, θεωρία και πρακτική και επικράτησε ως χαρακτηρισμός του φορέα που προσδιορίζει έναν ειδικό σύνδεσμο ανάμεσα σε έθνη ανεξάρτητα ή ημιανεξάρτητα.
Ανάμεσα στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αι. η κ. υποδήλωνε έναν συγκεκριμένο πολιτικό οργανισμό, στηριζόμενο σε αμοιβαία ηθικά, οικονομικά και αμυντικά συμφέροντα, τον οποίο η Μεγάλη Βρετανία είχε συγκροτήσει με τις πρώην αποικίες της –Καναδά, Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία– που είχαν ανακηρυχθεί κτήσεις (dominion). Ο Καναδάς ανακηρύχθηκε κτήση το 1867, η Αυστραλία το 1900 και η Νέα Ζηλανδία το 1907. Σε αυτό τον συνασπισμό προστέθηκε αργότερα (1910) η Νοτιοαφρικανική Ένωση. Αρχικά, καθένα από αυτά τα κράτη δεν είχε διεθνή νομική προσωπικότητα, εκτός των εσωτερικών υποθέσεων. Από το 1918 όμως κατάφεραν να ακουστεί η φωνή τους σχετικά με τα προβλήματα του διεξαγόμενου τότε πολέμου και λίγο αργότερα εξέφρασαν τις απόψεις τους στη Διάσκεψη της Ειρήνης (1919) και εξασφάλισαν κανονική αντιπροσώπευση στη γενική συνέλευση της Κοινωνίας των Εθνών. Είχε ανοίξει πλέον ο δρόμος για την πλήρη ανεξαρτησία τους, η οποία αναγνωρίστηκε με το Καταστατικό του Γουέστμινστερ το 1931. Έτσι, η Βρετανική Κ. αποτέλεσε ένωση πλήρως ανεξάρτητων κρατών. Ο μοναδικός δεσμός που είχε απομείνει ήταν το πρόσωπο του Βρετανού μονάρχη, που ήταν συγχρόνως και αρχηγός του κάθε κράτους-μέλους. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο (στον οποίο έλαβαν μέρος όλα τα κράτη της Βρετανικής Κ., εκτός από την ελεύθερη Ιρλανδία, μέλος από το 1921), η Βρετανική Κ. διευρύνθηκε συμπεριλαμβάνοντας χώρες υπό καθεστώς αποικιακό ή προτεκτοράτου (Κεϋλάνη, Πακιστάν, Ινδία, Γκάνα, Μαλαισία κ.ά.), με τελικό σκοπό την αποφυγή οποιασδήποτε ρήξης των δεσμών ανάμεσα στη μητρόπολη και στις παλαιές εξαρτημένες υπερπόντιες χώρες. Εντούτοις, οι δεσμοί εξασθένησαν και ο Βρετανός ηγεμόνας, ενώ εξακολουθούσε να είναι αρχηγός της Βρετανικής Κ. και –τυπικά– αρχηγός του κράτους του Καναδά, της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας, δεν ήταν πλέον αρχηγός των κρατών της Γκάνα, της Ινδίας, του Πακιστάν κ.ά., τα οποία παρέμεναν συνδεδεμένες δημοκρατίες-μέλη της Βρετανικής Κ. Έτσι η Βρετανική Κ. εξελίχθηκε σε μια ελεύθερη ένωση ανεξάρτητων κρατών, μια ιδιόμορφη ένωση, αποστασιοποιημένη από οποιαδήποτε δογματική κατάταξη. Για να επισημάνει εντονότερα την ελευθερία των μελών της, η Βρετανική Κ., που στην αρχή έφερε την επίσημη ονομασία Βρετανική Κ. Εθνών (British Commonwealth of Nation), από το 1945 μετονομάστηκε σε Κ. Εθνών (Commonwealth of Nations). Τα ουσιαστικά όργανα που συντόνιζαν τη δραστηριότητα των κρατών-μελών ήταν οι αυτοκρατορικές διασκέψεις (η πρώτη έγινε το 1887) και η επιτροπή αυτοκρατορικής άμυνας. Και τα δύο αυτά όργανα απέδειξαν την επάρκειά τους στη διάρκεια των δύο παγκοσμίων πολέμων. Η δημιουργία της Βρετανικής Κ. και οι διαδοχικές προσαρμογές της μαρτυρούν τη μακρόπνοη προοπτική της αγγλικής πολιτικής, η οποία στη μοιραία κρίση της αποικιοκρατίας μπόρεσε να διαφυλάξει από την ολοκληρωτική απόσπαση τα πιο ζωτικά τμήματα της Βρετανικής αυτοκρατορίας, συνταιριάζοντας τις ηθικές φιλοδοξίες και τα υλικά συμφέροντα τόσο διαφορετικών λαών, διάσπαρτων σε απόμακρες περιοχές των πέντε ηπείρων. Και ακριβώς για τη διατήρηση αυτών των δεσμών, που συνδέουν λευκούς και έγχρωμους λαούς, η βρετανική κυβέρνηση συμπαρατάχθηκε με τις κυβερνήσεις των άλλων κρατών της Βρετανικής Κ. εναντίον της Νοτιοαφρικανικής Ένωσης, για την πολιτική φυλετικών διακρίσεων που εφάρμοζε η τελευταία, με συνέπεια την αποχώρηση της Νοτιοαφρικανικής Ένωσης από τη Βρετανική Κ. (1962), αλλά συγχρόνως και τη διάσωση της Βρετανικής Κ. από ολοκληρωτική διάλυση. Πιο ήπια ήταν η στάση που κράτησε η βρετανική κυβέρνηση στο θέμα της αυτοανακήρυξης της ανεξαρτησίας της Ροδεσίας (σημερινή Ζιμπάμπουε) από τη μειονότητα των λευκών.
Μια άλλη αποχώρηση ήταν της Ιρλανδίας το 1949 εξαιτίας της διένεξης μεταξύ των κυβερνήσεων Δουβλίνου και Λονδίνου. Το 1994 η Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία μετά την κατάργηση του απαρτχάιντ επανεντάχθηκε στη Βρετανική Κ., ενώ το 1999 αποβλήθηκαν από τους κόλπους της η Νιγηρία και το Πακιστάν. Μετά από αυτές τις ανακατατάξεις η Βρετανική Κ. αποτελεί έναν μεγάλο συνασπισμό 54 ανεξάρτητων κρατών, προσελκύοντας το ενδιαφέρον και νέων υποψήφιων μελών.
Ο όρος κ. χρησιμοποιείται επίσης για τον προσδιορισμό του Ομοσπονδιακού Κράτους της Αυστραλίας (Commonwealth of Australia, Κ. της Αυστραλίας).
Φωτογραφία της συνάντησης των εκπροσώπων των μελών της Βρετανικής κοινοπολιτείας με τη βασίλισσα Ελισάβετ Β’ (φωτ. ΑΠΕ).
* * *η (Μ κοινοπολιτεία)το να έχει κάποιος ίσα, κοινά πολιτικά δικαιώματα με άλλουςνεοελλ.1. ονομασία τού αγγλικού κράτους κατά την περίοδο τής δημοκρατίας, 1649-16602. ονομασία που καθιερώθηκε το 1947 και που δηλώνει μια μορφή σύνδεσης και συνεργασίας, οικονομικής, πολιτικής, εκπολιτιστικής κ.ά., μεταξύ τού Ηνωμένου Βασιλείου τής Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας αφ' ενός και σειράς ανεξάρτητων κρατών, πρώην βρετανικών αποικιών ή κτήσεων, καθώς και υπό κηδεμονία εδαφών, αφ' ετέρου.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + πολιτεία (πρβλ. αριστο-πολιτεία, ισο-πολιτεία)].
Dictionary of Greek. 2013.